- ακροβούνι
- το-ιού, η κορφή του βουνού: Οι πρώτοι από τους εκδρομείς είχαν φτάσει στο ακροβούνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακροβούνι — το βουνοκορφή, κορφοβούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + βουνί] … Dictionary of Greek